- καρμπυρατέρ
- carburateur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καρμπυρατέρ — το ο εξαεριωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carburateur] … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
εξαεριωτής — και εξαερωτής, ο όργανο τών κινητήρων έκρηξης στο οποίο προκαλείται αυτομάτως η ανάμιξη τού ατμοσφαιρικού αέρα με τους ατμούς τού υγρού καυσίμου (βενζίνης), στην κατάλληλη αναλογία για την τροφοδότηση τής μηχανής (ανθρακωτήρας, ανάμικτης,… … Dictionary of Greek